ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΟΡΘΟΡΕΞΙΑ

ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΟΡΘΟΡΕΞΙΑ

Ο όρος προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό γιατρό Bratman το 1997 για να ονομάσει την παθολογική εμμονή  του ατόμου με την κατανάλωση αποκλειστικά  «ορθών» τροφών. Παρότι αυτή τη στιγμή δεν αποτελεί επίσημα αναγνωρισμένη διαταραχή από τα διαγνωστικά εγχειρίδια, γίνονται προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση, καθώς παρατηρείται σε ολοένα μεγαλύτερη συχνότητα. Δεν αφορά την «ποινικοποίηση» της προσπάθειας για υγιεινή διατροφή,  πράγμα ξεκάθαρα θετικό και επιθυμητό. Το άτομο όμως που πάσχει από «ψυχογενή ορθορεξία» τείνει να επενδύει σταδιακά αυξανόμενο χρόνο, σκέψη και ενέργεια στην επιλογή «αγνών» τροφίμων για το διαιτολόγιό του, σε βαθμό που αυτό να γίνεται η βασική καθημερινή του αγωνία. Η αυτοπεποίθησή του αυξομειώνεται απότομα και ραγδαία, σε ευθεία αναλογία με το πόσο «καθαρά» καταφέρνει να τρώει. Αν τύχει να «υποπέσει» σε παρασπονδία, κατακλύζεται από άγχος, αίσθηση απώλειας ελέγχου και ενοχές. Έχει διάφορες φαντασιώσεις  σχετικά με κάποια είδη τροφών που πολλές φορές υπολείπονται επιστημονικής τεκμηρίωσης. Συχνά, καθώς αποκλείει πολλές κατηγορίες τροφίμων υποσιτίζεται, υποθηκεύοντας την σωματική του υγεία. Αλλάζει την κοινωνική του ζωή και αποφεύγει καλέσματα, εξόδους και παρέες, όπου δεν θα μπορέσει να φάει αυτό που «πρέπει». Διαμορφώνει έναν κύκλο από ομοϊδεάτες, ενώ τείνει να κοιτά υπεροπτικά όσους δεν ανήκουν στην εκλεκτή αυτή κάστα. Η απόλαυση που συνοδεύει ένα γεύμα αποσυνδέεται από το φαγητό, χάριν της ορθότητας.  

Είναι ένα θέμα συζήτησης εάν αφορά μία κατηγορία διατροφικής διαταραχής, όπως η ψυχογενής ανορεξία, η βουλημία και η υπερφαγία, ή εάν αφορά μία εκδήλωση ιδεοψυχαναγκαστικής μάλλον διαταραχής, που εκδηλώνεται πάνω στο φαγητό. Αυτό που είναι σημαντικό, είναι ότι ξεκινά συχνά ως μια προσπάθεια του ατόμου για αντίσταση στην ασυδοσία και την ισοπέδωση της καταναλωτικής κοινωνίας, ως μια προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού και αυτονόμησης, ωστόσο γρήγορα μεταλλάσσεται σε μια αυτονομημένη εμμονή με την ορθότητα, την καθαρότητα, την τελειότητα, που ανάγεται σε ιδεολογία, σε δόγμα και που τελικά υποδουλώνει το άτομο αντί να το ελευθερώνει. Χάνει την μοναδικότητα του προσώπου του, καθώς τα λόγια του και οι πράξεις του είναι υπαγορευμένες και προβλεπόμενες. Καταλήγει να αφομοιώνεται από αυτό που ήθελε πιο πολύ να ξεφύγει, γίνεται «ρομπότ». Και καθώς δεσμεύει την ελευθερία του στο απρόσωπο αλλά ασφαλές σετ κανόνων, βρίσκει εκεί καταφύγιο από το υπαρξιακό άγχος, την μοναξιά, το φόβο μπροστά στη διάλυση και το κενό. Γίνεται ο τρόπος του να αισθάνεται συνδεδεμένος. Η ορθορεξία, κατά αυτή την έννοια, είναι ένα είδος εξάρτησης.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση ενδείκνυται να γίνεται διεπιστημονικά, με τη συμβολή ψυχολόγου ή ψυχιάτρου με ψυχοθεραπευτική εκπαίδευση, καθώς και εξειδικευμένου διατροφολόγου. Χρειάζεται να διαγνωστεί τυχόν συνοσηρότητα.