ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΟΧΕΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ

Οι γονείς τείνουν να νιώθουν ενοχές. Για τα πάντα.

Ενοχές ακόμα και που γέννησαν το παιδί τους. Που το έφεραν σε αυτόν τον «άδικο και σκληρό»  κόσμο, ειδικά σε τούτη εδώ την εποχή της κρίσης και της ανεργίας. Γιατί να κάνει κανείς παιδιά, αλήθεια; Ο πλανήτης μας πάσχει από υπερπληθυσμό. Γιατί να συμβάλουμε στην αύξηση του πληθυσμού της γης, αφού αυτός την καταστρέφει; Τα νοσοκομεία εξάλλου είναι γεμάτα από αζήτητα βρέφη. Ο άνθρωπος είναι κάτι καλό; Είναι καλό να έχεις γεννηθεί; Η ζωή έχει νόημα; Γιατί είναι καλύτερα να υπάρχεις από το να μην υπάρχεις; Και γιατί δεν αυτοκτονούμε τελοσπάντων μπροστά στα τόσα προβλήματα και τον τόσο πόνο…;

Γιατί λοιπόν να γεννήσεις ένα παιδί το 2016; Στην εποχή της τεχνολογίας και του οικογενειακού προγραμματισμού, η απάντηση «ήταν θέλημα Θεού», επαρκεί για όλο και για λιγότερους από εμάς. Αλλά επίσης, στη μετα-μοντέρνα εποχή μας, όπου τα κοινωνικά στερεότυπα είναι ανάθεμα και ο καθένας διεκδικεί επιθετικά να ζήσει «όπως ακριβώς γουστάρει», ούτε οι «κοινωνικές επιταγές» είναι μια ικανοποιητική απάντηση. Κι αφού πια δεν αποφασίζει για μας ούτε ο Θεός, ούτε η κοινωνία,  ξεφυτρώνει ακάλεστη αλλά επίμονη η έννοια της «προσωπικής ευθύνης». Η απελευθέρωση από νόρμες που μας ορίζουν τι να κάνουμε, πώς και πότε δεν σημαίνει αυτόματα και ελευθερία, ανακούφιση, άνεση, χαλάρωση. Αντιθέτως, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, σημαίνει κατακόρυφη αύξηση του αγωνίας, αφού η σύγκρουση δεν γίνεται πια εκεί έξω με έναν εξωτερικό εχθρό, την κοινωνία, την θρησκεία, ή ότι άλλο, αλλά μέσα μας, με τον ίδιο μας τον εαυτό: «Είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θες … Ουπς! …

Να κάνω ή να μην κάνω; Θέλω; Μπορώ; Είμαι έτοιμος-η; Θα τα καταφέρω; Μπορώ να ανταπεξέλθω; Πόσα να κάνω; Ένα; Δύο; Τρία; Πολλά; Πότε να τα κάνω; Νωρίς; Να είμαι νέος γονιός; Αργά; Να έχω ζήσει τη ζωή μου; Να τα κάνω με άντρα; Να κάνω ένα με δότη να το μεγαλώσω με τη μάνα μου αφού δεν έχω σύντροφο; …. κ.ο.κ».

Η ελευθερία παραμένει ακόμα ζητούμενο, καθώς καλούμαστε να παράξουμε προσωπικές απαντήσεις στα σημαντικά θέματα της ζωής.

Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα γιατί να κάνεις ένα παιδί, δεν είναι ούτε αυτονόητη, ούτε μόνο μία. Μέσα από την κλινική εμπειρία, δουλεύοντας με ανθρώπους γενναίους που διεκδικούν την ελευθερία παλεύοντας για αυτογνωσία,  προκύπτουν διαφορετικές απαντήσεις:

«Για να σώσω τον γάμο μου, γιατί στένευαν τα ηλικιακά περιθώρια, γιατί μου το ζήταγε επίμονα, για να την ευχαριστήσω, γιατί της το όφειλα, για να μην είμαι μόνη μου, η σχέση μου με τον /την σύζυγο είχε ατονήσει, δεν μου προσέφερε τίποτα συναισθηματικά, για να έχω κάτι δικό μου, για να μη γεράσω μόνη, για να κάνω περήφανους τους δικούς μου».  

Ρινίσματα τέτοιων απαντήσεων μπορεί να υπάρχουν έστω και ισχνά στον καθένα μας, ακόμα κι αν είναι μπολιασμένα με το ισχυρότερο κίνητρο όλων, την αγάπη για την ίδια τη ζωή και την επιθυμία να την μοιραστείς, να δείξεις την απέραντη ομορφιά της στους απογόνους σου. Κάτι βέβαια που προϋποθέτει πως την έχεις ήδη δει και τη βιώνεις εσύ ο ίδιος.

Αφού λοιπόν, εσύ γονιέ αποφάσισες να φέρεις στη ζωή αυτό το παιδί, εσύ λογικά θα είσαι και ο υπεύθυνος να το έχεις ευχαριστημένο. Κάθε υποψία δυστυχίας, δυσφορίας, ενόχλησης, στενοχώριας, πόνου, είναι καμπανάκι για σένα. Οφείλεις άμεσα να εξαλείψεις το πρόβλημα και να επαναφέρεις το χαμόγελο της ευδαιμονίας στο μικροσκοπικό προσωπάκι για να ηρεμήσεις.  Έτσι, γινόμαστε υπηρέτες, καμαριέρες, μάγειροι, σοφέρ, ανιματέρ, χοροπηδάμε πάνω κάτω στο ρυθμό που παίζουν  οι ζουρνάδες και τα νταούλια, μόνο που οργανοπαίχτης είναι το παιδάκι μας και μόνο που τα όργανα του τα παραδώσαμε εμείς. Χωρίς να μας τα ζητήσει. Και δεν είναι πιο ευτυχισμένο που του τα δώσαμε. Και δεν μας αγαπάει περισσότερο που του τα δώσαμε. Αντιθέτως.

Εμείς οι γονείς όχι επίτηδες, συχνά όμως, ξεχνάμε ότι τα παιδιά είναι παιδιά και όχι μόνο οφείλουν, αλλά κυρίως δικαιούνται να ζουν την παιδικότητά τους. Πολλές φορές όμως, ανεπαίσθητα αλλά σταθερά, τους αποδίδουμε ρόλους και προσδοκίες που δεν τους αναλογούν. Επενδύουμε σε αυτά με έναν τρόπο που τα βγάζει από την παιδική συνθήκη. Αυτό συμβαίνει όταν κρυβόμαστε πίσω από την φροντίδα που τους παρέχουμε για να μην αντιμετωπίσουμε προσωπικά διλήμματα, ή μια αίσθηση υπαρξιακού κενού, ή όταν αποζητούμε και καλλιεργούμε μία κοντινότητα που δεν αναλογεί, προκειμένου να ανακουφιστούμε από συναισθήματα μοναξιάς, κατάθλιψης, απογοήτευσης από τη συντροφική μας σχέση ή την κοινωνική και επαγγελματική μας ζωή. Τα παίρνουμε έτσι από την παιδική ζώνη όμως και τα ανεβάζουμε στη ζώνη ενηλίκων, καθώς περιμένουμε να μας φροντίσουν σαν να είναι φίλοι μας, ή σύντροφοί μας. Πρώτα δηλαδή τους δίνουμε εμείς την εξουσία του ενήλικα στο σπιτικό, αλλά μετά αυτή η ίδια η εξουσία που τους δώσαμε μας πνίγει.  Τα χρήζουμε βασιλιάδες και μετά καταπιεζόμαστε από την μοναρχία τους.

Κι έπειτα, είναι και το άλλο. Σε μία καταρχήν καταναλωτική κοινωνία, τείνουμε να δίνουμε έμφαση – και εκπαιδεύουμε και το παιδί μας σε αυτό- σε όλα αυτά που δεν έχουμε, έναντι αυτών που έχουμε. Κατά αναλογία, δίνουμε έμφαση σε όλα αυτά που στερούμε από το παιδί μας σε σχέση με αυτά που του προσφέρουμε. Όμως, εξ ορισμού, αυτά που δεν έχουμε είναι πάντα περισσότερα από αυτά που έχουμε, εφόσον αυτά που υπάρχουν είναι άπειρα, όπως και αυτά που δεν παρέχουμε είναι πάντα περισσότερα από αυτά που παρέχουμε, εφόσον τα αγαθά είναι άπειρα. Επομένως, έχουμε να αποφασίσουμε που θέλουμε να βάζουμε το σημείο στίξης. Σε αυτό που υπάρχει ή σε αυτό που λείπει. Γιατί αν το σημαντικό είναι αυτό που λείπει, τότε παράγουμε ένα στερημένο παιδί, ένα δυστυχισμένο παιδί, που στα αλήθεια αδυνατεί να απολαύσει, να βρει δημιουργικούς τρόπους να υπάρχει, να χαίρεται, να αξιοποιεί το περιβάλλον του, με έναν τρόπο που να του είναι ενδιαφέρων.   

1 million dollar question: Πόσα δώρα είναι αρκετά για τα Χριστούγεννα;

Να θέλει περισσότερα; Ναι!!!! Πάντα υπάρχει και κάτι άλλο…

Πειράζει; Όχι. Να το πάρουμε προσωπικά; Όχι. Μας λέει ότι δεν τα κάναμε καλά τα πράγματα; Όχι. Εσείς δεν θα θέλατε και το άλλο στο μπεζάκι; Ναι. Πειράζει; Όχι.

Να αρχίσουμε να νιώθουμε άσχημα που δεν καταφέραμε να του πάρουμε το πιο ακριβό ή τι πιο καλό, ή που τελικά παρότι λιώσαμε στις οικονομίες είδε μετά και κάτι άλλο και αναφώνησε «μακάρι να είχα το άλλο»…  Όχι. Είναι φυσικό; Ναι. Να χαρούμε που έχει αστείρευτη επιθυμία και φαντασία; Ναι. Να την ικανοποιήσουμε όλη; Όχι. Να νιώθουμε άσχημα που δεν μπορούμε να το κάνουμε; Όχι. Αν αρχίσουμε να στενοχωριόμαστε, να βγάζουμε κι άλλα λεφτά από την τράπεζα, να ζοριζόμαστε,  για να πάρουμε και το άλλο, ελπίζοντας ότι τότε θα μας χαρίσει την έκφραση της απόλυτης ικανοποίησης (που την αναζητάμε ορμώμενοι από δικές μας ανασφάλειες, ενώ δεν ανταποκρίνεται στις αληθινές ανάγκες του παιδιού) τότε είναι που με αυτήν μας τη συμπεριφορά παράγουμε τον τύραννο. Είναι αυτή η ενδοτικότητα που παράγει τον μικρό τύραννο και όχι αυτή καθαυτή η καθαρόαιμη επιθυμία του παιδιού. Αν νομίζαμε ότι έτσι θα ήταν πλήρως ικανοποιημένο, πλανιόμαστε πλάνη οικτρά. Οι επιθυμίες των παιδιών ποτέ δεν καλύπτονται ολοκληρωτικά και έτσι πρέπει. Πάντα θέλουν και κάτι παραπάνω και έτσι πρέπει. Μπορούμε ως γονείς να το αντέξουμε, χωρίς να το ενοχοποιήσουμε; Αν νιώθουμε άσχημα που το παιδί μας συνεχώς θέλει κάτι παραπάνω, αυτό είναι δικό μας πρόβλημα. Το παιδί κάνει αυτό που έχει να κάνει. Αν εμείς ως γονείς ενοχοποιήσουμε με τη δυσαρέσκειά μας, το θυμό μας, ή τη στενοχώρια μας αυτήν την ατέρμονη αναζήτηση του «κι άλλο», τότε κλαδεύουμε σε λάθος εποχή με έναν τρόπο που δεν δυναμώνουμε, αλλά ακρωτηριάζουμε. Αυτή είναι η δύναμη της φύσης, της ζωής, η κινητήριος δύναμη της εξέλιξης. Αλίμονο αν βουλώσουμε αυτό το αστείρευτο πηγάδι από όπου αναβλύζει ατελείωτα η ίδια η δύναμη της ζωής. Τότε, έχουμε παράξει ένα καλά ντρεσαρισμένο παιδάκι που έχει χάσει τη δυνατότητα της διεκδίκησης, της επιθετικότητας, του να είναι μάχιμο. Ναι, είναι ένα βολικό παιδάκι, που δεν μας δυσκολεύει, αλλά ποιο είναι το ζητούμενό μας; Να μη μας δυσκολεύει το παιδί μας, ή να μας δυσκολεύει για να εξελισσόμαστε κι εμείς ως άνθρωποι και ως γονείς κι εκείνο ως μελλοντικός άντρας ή γυναίκα;

Από την άλλη πάλι, αλίμονο αν νιώσει ότι οι ανάγκες του ικανοποιούνται πλήρως και με τον καλύτερο τρόπο από οπουδήποτε αλλού, μέσα στο σπίτι του. Τότε παράγουμε ένα εξαρτημένο και ανασφαλές παιδί, σαμποτάρουμε το άνοιγμά του στον κόσμο. Υποσκάπτουμε τη δυνατότητά του να συνδεθεί ουσιαστικά με ένα άλλο, ξεχωριστό άτομο (που θα έχει κι εκείνο τις δικές του ξεχωριστές και διαφορετικές επιθυμίες και ανάγκες) με έναν τρόπο που να αντλεί νόημα και ευχαρίστηση. Ενισχύουμε ένα παιδί που θα είναι απροσάρμοστο σε οποιοδήποτε πλαίσιο έχει κανόνες, δηλαδή σε κάθε πλαίσιο. Παράγουμε τελικά, τον νεαρό – ή και όχι τόσο -  ενήλικα που δεν θα φύγει ποτέ ουσιαστικά από το πατρικό σπίτι. Και τότε η «κρίση» θα είναι το ισχυρό άλλοθι.

Πώς θα γίνει να μη χαριζόμαστε στα παιδιά μας, ώστε μετά να μη βλαστημάμε; Γιατί καθώς ζουλιόμαστε, είναι αδύνατον να τα χαιρόμαστε. Και τελικά μήπως αυτό δεν είναι το μεγαλύτερο κρίμα, η μεγαλύτερη αμαρτία, η μεγαλύτερη χασούρα και γι αυτά και για εμάς;. Ποιος χάνει περισσότερο από όλους όταν δεν χαίρεται τα παιδιά του καθώς αυτά μεγαλώνουν, από τον ίδιο τον γονιό; Ας μην είναι το μεγάλωμα των παιδιών μας μονάχα η διαχείριση των δύσκολων συμπεριφορών, γιατί γρήγορα θα βρεθούμε κουρασμένοι από την ίδια μας τη ζωή. Και θα αναρωτιόμαστε για τις επιλογές μας. Και τότε θα τα ζηλεύουμε όταν πια θα είναι στο άνθος τους έτοιμα να ανοίξουν τα φτερά τους και θα τα κρατάμε κοντά μας, όταν θα είναι που περισσότερο θα πρέπει να τα αυτονομήσουμε. Ας μην ανακαλύψουμε ξαφνικά τη χαρά του να μεγαλώνεις ένα νήπιο όταν πια θα είναι στο Λύκειο, γιατί τότε θα πέσουμε πάνω τους και θα νταντεύουμε έναν άνθρωπο που θα έπρεπε να ξεπροβοδίζουμε.

Κι ένα σημαντικό σημείο: Όταν, ενώ έχουμε πει όχι, αφηνόμαστε να ζουλιχτούμε όσο δεν πάει άλλο και τελικά, υποκύπτουμε εξαντλημένοι, και λέμε ναι, ένα ναι με σκάσιμο, ένα ναι που μας αφήνει ξεζουμισμένους, ενώ λέει «είσαι ανυπόφορος, με βασανίζεις, κάνε ότι θες και άσε με να ησυχάσω», αυτό είναι ένα ναι που ενοχοποιεί, είναι ένα ναι που εγκαταλείπει και τελικά είναι ένα ναι που δεν καταγράφεται από το παιδί ως προσφορά, αλλά ως στέρηση. Όσα ναι κι αν έχουμε πει, αν τα πετάξαμε στα μούτρα τους με απαξίωση, ας είμαστε ενήμεροι ότι καταγραφόμαστε ως στερητικοί και τσιγκούνηδες και όχι ως δοτικοί και γενναιόδωροι γονείς. Είναι τα «ναι» που έχουν γεύση πικρή.

Ας μας επιτρέψουμε λοιπόν να λέμε ένα όχι, καθαρό, κάθετο, ζεστό, γεμάτο αγάπη, την ίδια στιγμή που καταφάσκουμε στον άνθρωπο που μεγαλώνει, που χρειάζεται να σπρώξει για να μεγαλώσει. Ένα όχι που προστατεύει, χαρίζει ασφάλεια, διαφυλάσσει την παιδική ηλικία και διαβεβαιώνει ότι υπάρχει κάτι ισχυρό με το οποίο το παιδί μπορεί με ασφάλεια να συγκρουστεί, χωρίς να φοβάται ότι θα το γκρεμίσει, κάτι στο οποίο μπορεί να εναντιωθεί χωρίς εκείνο να καταρρεύσει, προκειμένου να διαμορφώσει ταυτότητα και να εξελιχθεί, διαρκώς αναζητώντας τρόπους να είναι ευχαριστημένο μέσα στους κόλπους της κοινωνίας στην οποία καλείται να προσαρμοστεί. Έτσι, θα μπορούμε να λέμε και τα «ναι» μας και αυτά να μην είναι που μας τα κλέβει το παιδί, αλλά που του τα χαρίζουμε απλόχερα σε μια συναλλαγή που θρέφει και εκείνο και εμάς. Είναι τα «ναι» με μέλι, όπως τα μελομακάρονα…

Συχνά έρχονται παραπομπές με αφορμή τη δύσκολη συμπεριφορά ενός παιδιού. Η εύκολη λύση είναι να βγάλουμε μια διάγνωση για το παιδί, που να αναφέρεται στα συμπτώματα που παρουσιάζει, σαν να πρόκειται για ένα ενδοατομικό, δικό του πρόβλημα. Όμως, έτσι χάνεται η εξαιρετική δυνατότητα να ακούσουμε το νόημα της συμπεριφοράς του παιδιού, που συνήθως εκφράζει κάτι από τα οικογενειακά δυναμικά. Ένα παιδί που συμπεριφέρεται σαν «τύραννος», φωνάζει για βοήθεια. Και ταυτόχρονα, φροντίζει τους γονείς του, καθώς τους προσφέρει την ευκαιρία να κινητοποιηθούν, να αφυπνιστούν. Γιατί οι γονείς, επειδή αγαπάνε τα παιδιά τους και νοιάζονται αυθεντικά, θα θορυβηθούν. Το παιδί τους με τη συμπεριφορά του, τους δίνει την ευκαιρία να αναρωτηθούν για το πώς οι ίδιοι μπαίνουν στα πράγματα, πώς οι ίδιοι στέκονται μέσα στην οικογένειά τους, πώς οι ίδιοι νιώθουν, λειτουργούν, υπάρχουν ως γονείς, σύζυγοι, επαγγελματίες, άντρες, γυναίκες. Μας δίνουν μια ευκαιρία τα παιδιά μας, όταν μας δυσκολεύουν, να κάνουμε κάτι καλό για μας: Να διεκδικήσουμε μια ζωή με νόημα. Και με τη σειρά μας, να το επιστρέψουμε ως δώρο στην οικογένειά μας. Κι αυτό είναι δωρεάν. Και δεν πουλιέται σε κανένα πολυκατάστημα.